- μελοδραματοποιώ
- (ι;) μετ. 1) писать оперу (на какой-л. сюжет); 2) перен. театрально, напыщенно излагать (что-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μελοδραματοποιώ — 1. είμαι συνθέτης μελοδραμάτων ή είμαι συγγραφέας κειμένου μελοδράματος 2. εκθέτω κάτι με μελοδραματικό τρόπο, υπερβάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μελοδραματοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στο περ. Εβδομάς] … Dictionary of Greek